γράφει ο Στέλιος Ιατρού*
Η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε κάποτε πει πως το πιο σημαντικό έργο με το οποίο καταγίνεται μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση είναι να φροντίζει για την ασφάλεια των πολιτών της χώρας της.
Ωστόσο, κάθε φορά που απευθύνονται δημόσια στους πολίτες για τα θέματα της ασφάλειας οποιασδήποτε λογής κι αν είναι αυτή, εσωτερικής, εξωτερικής, αμυντικής, υγειονομικής, κ.ο.κ., οι αιρετοί μας ηγέτες και οι αρμόδιες υπηρεσίες της διοίκησης βαδίζουν πάνω σ’ ένα λεπτό σχοινί—ή πάνω σε μια λεπτή γραμμή, αν σας φοβίζουν τα ύψη στην εικόνα με τον σχοινοβάτη—κι εδώ μιλάω για τα όρια στην ποσότητα και το περιεχόμενο της πληροφορίας που ωφελεί ή βλάπτει να μοιραστούν με τους διοικούμενους περιγράφοντας το πώς έχουν τα πράγματα: παραπάνω πληροφορία απ’ ό,τι ωφελεί και βαθύτερη ενημέρωση μπορεί να πυροδοτήσει τη διάχυση φόβου ανάμεσα στην κοινότητα, ενώ η παροχή ελάχιστης πληροφόρησης και ο καθημερινός αντιπερισπασμός με σαχλαμάρες στα ΜΜΕ συμβάλλουν στη βλαβερή οικοδόμηση μιας επικίνδυνης μακαριότητας, τελικώς δε του πανικού μπροστά στην αβεβαιότητα, την ανασφάλεια, και την αδιέξοδη άγνοια για το εάν διατίθενται καν μηχανισμοί διαχείρισης της κρίσης, ή τέτοιοι ολωσδιόλου ελλείπουν, όταν πλέον αποκαλυφθεί και συνειδητοποιηθεί η πραγματική κλίμακα της απειλής.
Τα σοκαριστικά γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου 2023 στο Ισραήλ κατέδειξαν τί μπορεί να συμβεί όταν η πραγματικότητα ασφαλείας μιας κοινωνίας προσκρούει με ορμή αμαξοστοιχίας και συντρίβει μονομιάς με δραματικά θανάσιμο τρόπο κάθε πλανεμένη αίσθηση ασφάλειας διάχυτη στην κοινή αντίληψη, όταν, για να το πω αλλιώς, η νοερή αναπαράσταση που έχει μια κοινωνία για την ασφάλειά της έρχεται σε κραυγαλέα δυσαρμονία και ανισορροπία προς την ίδια την πραγματικότητα. Τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα ή για την νοερή αντίληψη ασφαλείας; Το δεύτερο.
Το ερώτημα στα χείλη όλων εκείνο το πρώτο σαρανταοκτάωρο ήταν «Πώς συνέβη και το Ισραήλ απέτυχε τόσο βαριά, τόσο ηχηρά, και τόσο επώδυνα στην πρόληψη και αναχαίτιση της επίθεσης;»
Το σοκ για το οποίο μίλησα ανωτέρω είναι η έκφραση αυτής ακριβώς της απορίας, της αδυναμίας δηλαδή να γεφυρώσουμε τα γεγονότα με όσα νομίζαμε έως τότε πως γνωρίζαμε ως βέβαια, ενώ δεν ήσαν καθόλου τέτοια, για το οποίο ο Μαρκ Τουέιν είχε αποφανθεί πως όχι η ίδια η άγνοια, μα τούτο στ’ αλήθεια είναι που σε μπλέκει σε μπελάδες, όταν όσα γνωρίζεις δεν είναι πράγματι έτσι όπως τα ξέρεις.
Μήπως το Ισραήλ υποτίμησε την απειλή της Χαμάς, και μαζί του ακολούθησαν στην πλάνη του και οι διεθνείς εταίροι ασφαλείας του; Είναι δυνατόν, σε τελική ανάλυση, να αισθάνεται κανείς παραπάνω ασφαλής απ’ όσο πραγματικά είναι; Απ’ όσο φαίνεται η απάντηση είναι καταφατική.
Το πρόβλημα που γεννάται σε τέτοια περίπτωση είναι ότι νομίζεις πως κάνεις κάτι ωφέλιμο και επαρκές με τον χρόνο, τους πόρους, και τις δυνατότητες που διαθέτεις για την ασφάλειά σου, ενώ στην πραγματικότητα κατορθώνεις και κατοχυρώνεις πολύ λίγα, πολύ ανεπαρκή, και πολύ διάτρητα στην απειλή, που ξεπερνά την εικόνα που επιλέγεις να έχεις για κείνην.
Οι επισκέπτες του rave party ή αλλιώς μουσικού φεστιβάλ πλησίον των συνόρων του Νοτίου Ισραήλ με τη Γάζα κατά πάσα πιθανότητα δεν θα επέλεγαν να βρεθούν εκεί, εάν είχαν αισθανθεί το μέγεθος της απειλής που αποκαλύφθηκε στη συνέχεια στους ίδιους και στον κόσμο ότι πάντοτε προϋπήρχε λανθάνουσα στην άλλη άκρη του φράχτη, και απλώς καρτερούσε την ώρα να ξεσπάσει πάνω τους και πάνω στις κοινότητες της ισραηλινής μεθορίου.
Πρώτα, όμως, ας συλλάβουμε με απλά λόγια την έννοια της απειλής, που είναι κεντρική για την έννοια της ασφάλειας και της διαχείρισης των κρίσεων ασφάλειας.
Οι απειλές ασφαλείας δεν ξεπηδούν από το πουθενά, αλλ’ έχουν χωροχρόνους μέσα στους οποίους γεννιούνται, διαμορφώνονται, κατοικούν ή καραδοκούν, και όταν επιλέξουν τον ευμενή τους καιρό, παναπεί την κατάλληλη για τις ίδιες ώρα, τότε εισβάλλουν από εκεί στον κόσμο της ευταξίας μας, προκειμένου να την ανατρέψουν.
Ο τόπος όπου επιχωριάζει η απειλή ασφαλείας τη φέρνει σχεδόν ανεξαιρέτως εγγύς του τόπου όπου επιχωριάζει η απειλούμενη ευταξία. Αναλογιστείτε πως δεν τείνουμε να λογίζουμε ως απειλή, ας πούμε για τη Μεσόγειο, κάτι που θα συμβεί στα μακρινά Νησιά του Σολομώντα, κι ας συνδέονται στη γεωπολιτική μεταξύ τους διάφορα πράγματα που ειδάλλως συμβαίνουν μακριά το ένα από τ’ άλλο.
Δείτε, για παράδειγμα, το πώς η τουλάχιστον τριετής οξεία κρίση στο κινεζικό real estate, με τις απανωτές πτωχεύσεις πέντε κολοσσών του κλάδου, εσχάτως των Evergrande, Country Garden, και Sino Ocean, επηρέασε τον οικογενειακό προγραμματισμό των Κινέζων, έριξε ακόμα περισσότερο τον ρυθμό γεννήσεων στα μόλις εννέα εκατομμύρια το τελευταίο δωδεκάμηνο, και αυτή η επιδεινωμένη υπογεννητικότητα έφερε μικρότερη κατανάλωση βρεφικού γάλακτος για την Nestlé, η οποία ανακοίνωσε πτώση στα έσοδά της, και αποφάσισε να κλείσει το εργοστάσιό της στην Ιρλανδία, και ν’ απολύσει το προσωπικό της.
Ο τόπος της απειλής είναι σχεδόν ανεξαιρέτως μιας εστία όπου κυβερνά το χάος ή μια δυσμενής βούληση που στοχάζεται να σπείρει το χάος, κι αυτό θα όφειλε πάντοτε να κρατά σ’ επαγρύπνηση τους φύλακες ενός τόπου ευταξίας. Είναι πλάνη πως μπορεί να διαφυλάξεις την ευταξία και την ασφάλεια της κοινωνίας σου όταν δίπλα σου μαίνεται η ανασφάλεια και το χάος.
Όμως, εκτός από την εγγύτητα της απειλής, υπάρχει και ο χρόνος: όταν υπάρχουν, ακόμα και λανθάνουσες, οι απειλές διαθέτουν ακόμα ένα προειδοποιητικό διακριτικό, κι αυτό είναι το ιστορικό τους βάθος, που ωφελεί να μην αγνοούμε μηδέ να απορρίπτουμε ως αμελητέο, οι δε εκδηλώσεις του ιστορικού βάθους τους καταγράφονται στην πρότερη, ζώσα εμπειρία. Εάν λησμονηθεί η ζώσα εμπειρία, τότε ο εφησυχασμός τρέφει την πλάνη πως έχει εκλείψει και η απειλή, πως πέρασε σε φάση ύφεσης, και είναι ελέγξιμη η εκδήλωσή της.
Η απειλή ασφαλείας γεννιέται όταν συνδυάζονται συνεργατικά τρία πράγματα: η δυνατότητα εκδήλωσής της, η πρόθεση εκδήλωσής της, και η ευκαιρία για την εκδήλωσή της. Όπως συμβαίνει και με τα εγκλήματα.
Δυνατότητα. Εδώ εγγράφεται ο αριθμός των μαχητών, η ποιότητα της εκπαίδευσής τους, η ποιότητα του εξοπλισμού και των τεχνικών τους μέσων, όπλα, μεταφορικά μέσα, παντοειδείς υποδομές, επιμελητεία, άυλες δυνατότητες όπως τα δίκτυα των πληροφοριών και των σχέσεών τους με πρόσωπα, ομάδες, κράτη, επιχειρήσεις και οργανισμούς που τους παρέχουν στήριξη, κ.τ.ό., που θα του επιτρέψουν να επιτύχει τις προτεραιότητές του σε βάρος σου.
Πρόθεση. Τί επιθυμεί ο αντίπαλος να κατορθώσει, ποιές προτεραιότητες και ποιά βαθμιδωτή στοχοθεσία έχει ορίσει, ποιά χρονικά περιθώρια θέτει για τις δράσεις του, με τί κόστος για τον ίδιο και για την κοινότητα που έχει βάλει στο στόχαστρό του;
Ευκαιρία. Αυτό το κομμάτι είναι εκείνο που παρέχει ο απειλούμενος στον αντίπαλο με δικέ του πράξεις και παραλείψεις. Πόσο επαρκώς και αποδοτικά έχει συγκροτήσει την άμυνά του; Έναντι τί λογής απειλών την έχει διαμορφώσει, και πώς σκεπτόμενος τις έχει ορίσει; Πόσους πιθανούς στόχους προσφέρει ο απειλούμενος ανοιχτούς κι ευάλωτους στην απειλή της κακόβουλης πρόθεσης και των δυνατοτήτων του αντιπάλου του; Πόσο πολύ έχει πιστέψει ο ίδιος τις πλάνες του για το δικό του αμάχητο, κι έτσι περνά τις μέρες του σε μακάρια αμεριμνησία και ανεμελιά, όσο ο αντίπαλος απεργάζεται τα σχέδιά του και την εφαρμογή τους; Πόσο ενωμένη είναι η κοινωνία, πόση σύμπνοια έχουν μεταξύ τους ο άρχοντας και οι αρχόμενοι, ώστε να μοιράζονται κοινή κοσμοθεώρηση για το παρόν και κοινές προσδοκίες απ’ το μέλλον, και να μην επιχειρούν διχαστικά ο ένας να τυραννεύσει επί των άλλων, οι δε άλλοι ν’ ανατρέψουν εκείνον; Ποιές κρίσεις αφήνονται να φτάσουν σε ανεπανόρθωτη οξύτητα, ανοίγοντας περιθώρια για εκδήλωση μιας απειλής;
Εάν συγκεντρώσουμε και αναλύσουμε τις κάθε λογής αποτυχίες, τα ελλείμματα, τις ανεπάρκειες, τις παραλείψεις που συνδυάστηκαν στην τέλεια καταιγίδα του σοκ της 7ης Οκτωβρίου, νομίζω πως αποκαλύπτεται η κλίμακα του προβληματισμού περί του τί πήγε τόσο στραβά, κι από κει κι έπειτα η κλίμακα του προβληματισμού για τον κόπο που απαιτείται να καταβληθεί προκειμένου λαός και κυβέρνηση να προβούν σε ανορθωτικές κινήσεις.
Η υπόθεση αυτή μας απασχολεί όχι γιατί απειλεί να ρίξει τον καιρό μας στον 3ο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και διότι είναι πολλά τα μαθήματα απ’ την αιφνιδιαστική επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ που μπορούν να εφαρμόσουν σε πλείονα κράτη, εάν ερμηνευτούν και κωδικοποιηθούν τα επόμενα χρόνια ορθά από τις ηγεσίες, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τις δεξαμενές σκέψης, κ.ο.κ.—προσέξτε την αισιόδοξη παραδοχή πως ο κόσμος μας δεν θα τελειώσει σε μια θερμή γενικευμένη κρίση, αλλά πως θα υπάρξουν «επόμενα χρόνια».
Πρώτα υπήρξε η αποτυχία των πληροφοριών. Η Γάζα είναι μια απ’ τις πιο στενά παρακολουθούμενες περιοχές του πλανήτη, είτε με φυσικά είτε με ψηφιακά μέσα: κάμερες, δορυφόροι, κυβερνοτεχνολογία, υπόγεια σεισμικά κέντρα που καταγράφουν ενδείξεις για την κατασκευή σηράγγων και την κίνηση και δράση μέσα απ’ αυτές, εξέδρες παρακολούθησης όπως παρατηρητήρια, δίκτυα πληροφοριοδοτών συνεργατών του Ισραήλ και μυστικών πρακτόρων, η Λωρίδα είναι μια δυστοπία κι ένας υπέργειος, υπόγειος, και ψηφιακός αγρός συγκομιδής πληροφοριών 24/7. Όλα τούτα τα μέσα αξιοποιήθηκαν για να συγκροτηθεί η πληρέστερη δυνατή εικόνα για το οργανόγραμμα, τις υποδομές, και τις δραστηριότητες της Χαμάς και των άλλων ένοπλων τρομοκρατικών ομάδων που δρουν εκεί.
Μήπως, όμως, η υπερπληροφόρηση που γεννήθηκε έτσι προκάλεσε μιαν αποπληροφόρηση, υπονομεύοντας και ακυρώνοντας τον σκοπό πίσω απ’ την οικοδόμηση αυτού του ειδάλλως τόσο πλήρους, ολοκληρωμένου, και πολυσχιδούς μηχανισμού;
Μήπως, απ’ τον πληθωρισμό των μέσων και των εισροών, ο όγκος της συλλεγείσας πληροφορίας υπήρξε τόσο μεγάλος, ώστε κανένας να μην μπορεί να τα επεξεργαστεί επαρκώς, αναλυτικά και συνθετικά στην έγκαιρη ώρα τους, προτού φτάσουν νέοι όγκοι πληροφορίας, πλημμυρίζοντας προσωπικό και τεχνικά μέσα, κι έτσι αποτρέποντας τη σύνθεση μιας εικόνας που θα έβγαζε νόημα;
Μήπως, αντί να διευκολυνθεί στο έργο της, η ισραηλινή κοινότητα συλλογής κι επεξεργασίας πληροφοριών νικήθηκε από την καταστροφική επιτυχία της, και σκλαβώθηκε στα λάφυρα των κόπων της, όπου τα σημαντικά δεδομένα χάνονταν μέσα στον ωκεανό των πληροφοριών, γνήσιων μα και παραπλανητικών, καταλήγοντας σ’ ένα υπηρεσιακό πεπρωμένο αρχειοφύλακα ή παρανοϊκού ρακοσυλλέκτη, όπου τίποτα δεν πετάγεται, τίποτα δεν αποτίθεται στην άκρη, όλα είναι ταυτόχρονα σχετικά με κάποια ερωτήματα που ακόμα δεν ετέθησαν και άσχετα με άλλα που έχουν τεθεί, και διερευνώνται, κι όλ’ αποθησαυρίζονται σαν να είχαν ισότιμο κύρος ή αξία, τ’ ακριβά με τα σκάρτα μαζί;
Σκεφτείτε πως όλα τα δεδομένα έχουν δυνάμει αξία, εάν πάνω στην επεξεργασία τους θέσεις τα κατάλληλα ερωτήματα, εάν ασφαλώς ξέρεις τί ψάχνεις να βρεις, εάν πρώτα το συλλάβεις στο μυαλό σου ως δυνητικά χρήσιμο σε κάτι ερώτημα, κι επομένως ποιός μπορεί ν’ αναλάβει την ευθύνη για την απόρριψη της αξίας ενός δεδομένου, εάν πρώτα δεν τεθεί το κατάλληλο ερώτημα, στο οποίο το συγκεκριμένο δεδομένο θ’ αποκτήσει νόημα και αξία, εκεί που πριν δεν είχε; Τα σκουπίδια ενός τμήματος είναι δυνάμει ο θησαυρός του άλλου τμήματος.
Η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου μετήλθε μια σειρά από εργαλεία χαμηλού αποτυπώματος για τα μάτια και την κοινή εμπειρία του κόσμου των πληροφοριών ή μέσα πολιτικής χρήσης που εδώ αξιοποιήθηκαν μεταχρηστικά: μικρά drones παιχνιδιού κι αναψυχής που τα είδαμε να ρίχνουν βόμβες σε άρματα και τεθωρακισμένα ή σε παρατηρητήρια και πύργους παρακολούθησης που έφεραν τεχνικά μέσα, λογουχάρη ραντάρ, αισθητήρες, κάμερες. Ακόμα είδαμε τους ένοπλους τρομοκράτες ν’ ανοίγουν τρύπες στον λεγόμενο «έξυπνο φράχτη / smart fence» με τη χρήση μιας απλής μπουλντόζας, που δεν τη λες αυθορμήτως και εργαλείο τρομοκρατίας, κατόπιν δε να διαχέονται στο ισραηλινό έδαφος πάνω σε μηχανές, SUV, και φορτηγάκια, κι όχι με τίποτα τεθωρακισμένα μεταφοράς προσωπικού, όπως αυτά που διαθέτει η Χεζμπολάχ ή ένας κρατικός στρατός. Και φυσικά ποιός ξεχνά τα αιωρόπτερα με τ’ αλεξίπτωτα και τους δεμένους στην πλάτη έλικες των ενόπλων που θέριζαν απ’ τον ουρανό τους επισκέπτες του rave party.
Πρόκειται για χαμηλής τεχνολογίας μέσα, που δεν αποκλείεται σε κάποια έγγραφα των ισραηλινών υπηρεσιών πληροφοριών κάποια στιγμή να καταγράφηκε η στατιστική τους συγκέντρωση στη Γάζα, και κάποια σχόλια να έφτασαν στα χέρια υπευθύνων τμηματαρχών, όμως τα πιθανά σενάρια για την πολιτική ή την πολεμική χρήση τέτοιων πολύ βασικών μέσω θα μπορούσαν να είναι τόσο πολλά, ώστε ν’ αναρωτηθεί κανείς εάν ρεαλιστικά τέτοιας λογής μέσα θα προσέλκυαν το ενδιαφέρον και την ανησυχία των αναλυτών πληροφοριών.
Σε κάθε περίπτωση, όταν αυτά τα στρατιωτικώς αντισυμβατικά μέσα πλησίασαν και διάβηκαν τον «έξυπνο φράχτη», το κατόρθωσαν με ταχύτητα που αιφνιδίασε τα συμβατικά αντανακλαστικά των δυνάμεων επιτόπιας φύλαξης και της διοίκησης που επιτηρούσε εκ του μακρόθεν με τεχνικά μέσα την απειλή.
Περαιτέρω, ίσως οι ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών και ένοπλες δυνάμεις να υποτίμησαν τις δυνατότητες της Χαμάς να καταγάγει κάποιο βαρύτατο πλήγμα, παρά το ότι γνώριζαν πως στη Γάζα η τρομοκρατική οργάνωση διαθέτει τουλάχιστον τριάντα χιλιάδες εκπαιδευμένους μουτζαχεντίν. Πώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, φαινομενικά αντιφατικό, να γνωρίζεις τις δυνάμεις αλλά ν’ αγνοείς τις δυνατότητες;
Επειδή στο ανά χείρας άρθρο έγινε η διάκριση ανάμεσα στην πραγματικότητα της απειλής ασφαλείας αφενός και στη νοερή αναπαράσταση της απειλής ασφαλείας αφετέρου, δηλαδή στην αντίληψη περί των διαστάσεων της απειλής, εξαρτάται από το πώς η Χαμάς εκπαίδευσε εσκεμμένα τις υπηρεσίες πληροφοριών του Ισραήλ που την παρακολουθούσαν χρόνια τώρα, συγκεκριμένα δυο χρόνια τώρα, στο τί να περιμένουν απ’ αυτήν και τί όχι, στο τί να την έχουν ικανή να διαπράξει και στο τί όχι με τα μέσα που διέθετε κόντρα στα μέσα επιτήρησης και άμυνας που το Ισραήλ διέθετε ολόγυρα στο σύνορο με τη Γάζα.
Η επόμενη αποτυχία, μετά την εκτίμηση των δυνατοτήτων της Χαμάς πρέπει κατά τη συλλογιστική που αναπτύσσω να εντοπιστεί στην εκτίμηση της πρόθεσης της τρομοκρατικής οργάνωσης έναντι του Ισραήλ, και δεν εννοώ εδώ την εκφρασμένη από την ίδρυσή της εξάλειψη του κράτους του Ισραήλ, αλλά τη γκάμα των επιχειρησιακών της προθέσεων, τόσο κατά τους χρόνους της δράσης της όσο, κρισιμότερα, κατά τους χρόνους της ανάπαυλας, η οποία αξιοποιήθηκε για να διαμορφώσει μια πλανεμένη αίσθηση ασφάλειας στους Ισραηλινούς.
Από το πυραυλικό μπαράζ του Μαΐου του 2021 κι έπειτα, με αφορμή τότε τις ενδεκαήμερες ταραχές στο Τέμενος Αλ-Άκσα, η Χαμάς δεν είχε σημειώσει σοβαρές ή ανυπέρβλητες εξάρσεις στις δράσεις της εναντίον ισραηλινών στόχων, αλλά χαμηλής έντασης, τέτοιες που συνέθεσαν μιαν εικόνα τελετουργικών δράσεων, ας πούμε για να μην σκουριάζουν οι αδιέξοδοι μηχανισμοί της, ενώ παράλληλα το Ισραήλ εκπαιδεύτηκε μέσ’ απ’ αυτήν την εμπειρία στην ιδέα να μένει ικανοποιημένο πως διαχειριζόταν τις προκλήσεις που η Χαμάς του παρείχε χωρίς ασυνήθιστο κόπο.
Θυμηθείτε εδώ τη δήλωση του Αμερικανού Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας Τζέικ Σάλιβαν μόλις μία εβδομάδα πριν από την εισβολή της 7ης Οκτωβρίου, κοντά στην πεντηκονταετία απ’ τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, πως η Μέση Ανατολή διήγε την πιο ειρηνική της φάση των τελευταίων δεκαετιών.
Την ίδια διετία, άλλες ένοπλες τρομοκρατικές οργανώσεις που έδρευαν στη Γάζα και αλλού είχαν δώσει αφορμές για κρίσεις ασφάλειας, λογουχάρη η Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ, κρίσεις στις οποίες η Χαμάς πολύ εμφατικά φρόντιζε να μένει αμέτοχη.
Ενδεικτικό της ανάλυσης του Ισραήλ για τις προθέσεις πλέον της Χαμάς κατά την τελευταία διετία είναι το γεγονός πως οι ισραηλινές αρχές εξέδιδαν μεγαλύτερο αριθμό αδειών εργασίας στους Γαζαίους να έρθουν να εργαστούν σε ισραηλινούς τόπους, όπου τα ημερομίσθια είναι υψηλότερα απ’ ότι στη Γάζα.
Στην παραπλάνηση του Ισραήλ για τις επιχειρησιακές προθέσεις της Χαμάς ενδέχεται να συνέβαλαν και υποκλαπείσες επικοινωνίες υψηλόβαθμων στελεχών της οργάνωσης, που γνωρίζοντας ότι παρακολουθούνται άφηναν να εννοηθεί πως η Χαμάς δεν σχεδίαζε κάτι ασυνήθιστα μεγάλο σαν αυτό που ζήσαμε, καθώς αποκάλυψαν οι New York Times.
Αμέσως μετά την εισβολή, ηγέτες της Χαμάς, όπως ο άγνωστος στην όψη στρατιωτικός ηγέτης της, Μοχάμεντ Ντεΐφ, και ο τέως ηγέτης της, Ισμαήλ Χανίγιε, ισχυρίστηκαν πως η επιχείρηση ετοιμαζόταν για δύο χρόνια απ’ τον στρατιωτικό κλάδο της οργάνωσης που εδρεύει στη Γάζα, δίχως να το γνωρίζουν οι πολιτικοί ηγέτες της, που εδρεύουν στον Λίβανο, το Ιράν, το Κατάρ, την Τουρκία, και την Αίγυπτο. Δεν είναι ακόμα σαφές σε ποιόν βαθμό ο εγκέφαλος ήταν ένας, ο Ντεΐφ, ή μαζί του ισότιμο ρόλο διαδραμάτισε και ο επίσης Γαζαίος Γιέχυα Σίνουαρ.
Τέλος, συνεχίζοντας το θεατρικό περφόρμανς της προβολής χαμηλής απειλής, έπειτα από συμφωνία με το Ισραήλ στην οποία διαμεσολάβησε το Κατάρ, η Χαμάς τερμάτισε έναν μήνα πριν την εισβολή μια σειρά από ταραχές σε σημεία κατά μήκος των συνόρων. Προσέξτε: προβολή χαμηλής απειλής, όχι κατάπαυση της απειλής.
Όλη αυτή η διετής ύφεση μετά τα γεγονότα στο Αλ-Άκσα διέπλασε την εντύπωση πως η Χαμάς δεν επιζητούσε πλέον την όξυνση των ένοπλων αναμετρήσεων. Αναρωτιέται κανείς μήπως αυτό ήταν τελικά και όλο το νόημα πίσω απ’ την ύφεση.
Είναι μεν εύκολο να ερμηνεύουμε ex post facto, ρισκάροντας και την πλάνη του post hoc ergo propter hoc, αλλά αυτά είναι τα δεδομένα, και δεν ωφελεί να τ’ αποθέσουμε στην άκρη είτε γιατί ακούγονται παράφωνα προς τις εμπεδωμένες μας βεβαιότητες, είτε γιατί φοβούμαστε μήπως είναι κακό να βρίσκουμε νόημα εκ των υστέρων: είναι φυσιολογικό να το ανακαλύπτουμε εκ των υστέρων, και απομένει να εξετάσουμε εάν το νόημα προϋπήρχε, ή το πλάσαμε εμείς για να ερμηνεύσουμε κομψά την πραγματικότητα.
Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η Χαμάς δεν έπαψε να εκπαιδεύει τους μουτζαχεντίν της στη Γάζα. Μια παύση στην εκπαίδευση θα ήταν από μόνη της κάτι κραυγαλέα ασυνήθιστο, θα προσέλκυε την προσοχή, και θα γεννούσε ερωτήματα κι έτσι αμφιβολίες, διότι οι αναλυτές στον κόσμο των πληροφοριών αξιολογούν τόσο την απουσία του κανονικού και του συνηθισμένου, όσο και σημειώνουν την παρουσία του αφύσικου και ασυνήθιστου, το οποίο και διερευνούν στη συνέχεια, κι όσο ψάχνεις βρίσκεις, κι ίσως ανατρέπεις αφηγήματα και εντυπώσεις.
Όχι, δεν σταμάτησε την εκπαίδευση, μα έκανε κάτι άλλο, που συμβάλλει στην αποπληροφόρηση: τους εκπαίδευε σε πολλά σενάρια ένοπλης σύγκρουσης, με πολλές μεθόδους ανάπτυξης των δυνάμεων, με πολλές τεχνολογίες και οπλικά συστήματα, ώστε να μην ξεπροβάλλει ένα συγκεκριμένο σενάριο πιο πάνω απ’ τ’ άλλα μέσα στην πλημμύρα των δεδομένων που συνέλεγε ο μηχανισμός της παρακολούθησης των δραστηριοτήτων της από τους Ισραηλινούς.
Η σύνθεση της ευρύτερης εικόνας με αφαιρετικό τρόπο απαιτεί να διαθέτεις το περιθώριο και την πολυτέλεια να μπορείς να κάνεις ένα βήμα πίσω, να ξεσκαρτάρεις τα περιττά και να εντοπίσεις τα ουσιώδη. Εάν όμως λαμβάνεις σταθερούς ή ολοένα αυξανόμενους όγκους πληροφοριών, όλα τα σενάρια μοιάζουν ισότιμα σε κύρος.
Νωρίτερα στον μήνα που προηγήθηκε, ο Ισραηλινός Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, βετεράνος και γνωστό αντιιρανικό γεράκι, Σάχι Χανέγκμπι [Tzachi Hanegbi] δήλωσε πως το γεγονός ότι η Χαμάς τα τελευταία δύο χρόνια δεν είχε προβεί σε πυραυλικά μπαράζ εναντίον του Ισραήλ αποτελούσε τεκμήριο πως είχε αποφασίσει να περιστείλει τις δράσεις ένοπλης βίας σε άνευ προηγουμένου βαθμό. Σε μια συνέντευξή του στο ραδιόφωνο του στρατού, την 1η Οκτωβρίου, ο Χανέγκμπι υπογράμμισε: «η Χαμάς είναι πολύ συγκρατημένη, και κατανοεί [πως δεν έχει] νόημα η περαιτέρω αψήφηση [της ισραηλινής ισχύος]».
Όπως φαίνεται ότι οι ισραηλινές υπηρεσίες παρερμήνευσαν τις δυνατότητες της Χαμάς, μοιάζει να παρερμήνευσαν καί τις επιχειρησιακές προθέσεις της στη βραχυ-μεσοπρόθεσμη κλίμακα.
Η τρίτη σοβαρή αποτυχία ήταν των ενόπλων δυνάμεων του Ισραήλ, που συγκεφαλαιώθηκε στα πλάνα που παρακολουθήσαμε, εκείνα με τη μπουλντόζα να διαπερνά τον «έξυπνο φράχτη». Τον λένε έτσι γιατί δεν είναι ένας απλός φράχτης, αλλά μια κατασκευή μήκους 65χλμ, που ορθώθηκε με 140.000 τόνους σιδήρου και χάλυβα, κόστισε πάνω από $1bn, πήρε κοντά τέσσερα χρόνια να ολοκληρωθεί, και φέρει εκατοντάδες κάμερες κάθε λογής, ραντάρ, αισθητήρες, ακόμα καί στη θάλασσα, και τηλεκατευθυνόμενα οπλικά συστήματα πάνω σε εξέδρες.
Το δεύτερο παράδειγμα του στρατιωτικού δόγματος του Ισραήλ για την διαχείριση της απειλής μετά τον «έξυπνο φράχτη» είναι ο διάσημος «Σιδερένιος Θόλος / Iron Dome», ένα σύνθετο σύστημα αεράμυνας σχεδιασμένο ν’ αναχαιτίζει στον αέρα πυραύλους, ρουκέτες, και βλήματα πυροβολικού σε αποστάσεις 4-70χλμ. Αναμφίβολα λειτουργεί πετυχημένα, μολονότι είναι άλλο ερώτημα εάν το κατορθώνει καί αποδοτικά, διότι όταν εξετάζουμε την απόδοση συγκρίνουμε το κόστος με το παραγόμενο όφελος, όμως αυτός δεν είναι προβληματισμός για το παρόν κείμενο.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, η Χαμάς εξαπέλυσε περίπου 3.000-3.500 ρουκέτες κατά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου, η πλειονότητα των οποίων αναχαιτίστηκε. Εντούτοις, την αεράμυνα διαπέρασαν πολλά drones που έπληξαν πύργους παρατήρησης και τα τεχνολογικά τους συστήματα, τυφλώνοντας έτσι τα συστήματα τηλεκατεύθυνσης των οπλικών συστημάτων πάνω στον φράχτη, αλλά καί τις στρατιωτικές μονάδες που εξ αποστάσεως επιτηρούσαν με βιντεοκάμερες το σύνορο.
Συνάμα, εξουδετερώνοντας τα τηλεκατευθυνόμενα πυροβόλα κατά μήκος του φράχτη και του συνόρου με τα drones της, η Χαμάς εξουδετέρωσε σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες ταχείας, αποδοτικής, και έγκαιρης ανταπόκρισης των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων, που ούτως ή άλλως δεν φάνηκαν από τον χρόνο επέμβασής τους σε διάφορα κιμπούτς να βρίσκονταν σε ετοιμότητα για μια διαχείριση δίχως τη συνδρομή των τεχνολογικών μέσων, στα οποία είχαν επενδύσει τόσο πολλά.
Εδώ ανακύπτει ο προβληματισμός για την εμπιστοσύνη που είχε τοποθετηθεί πάνω στην χρήση της τεχνολογίας αιχμής, πως αυτή θα ήταν που θα έδινε το ακλόνητο πλεονέκτημα στο Ισραήλ έναντι των τρομοκρατών αντιπάλων του, ελαττώνοντας την ανάγκη ν’ αναπτύξει προσωπικό ή να διατηρεί πολυάριθμες δυνάμεις σε υψηλή ετοιμότητα προκειμένου ν’ αντιδράσει σε περιστατικά, πόσο μάλλον σε πλημμυρίδα μαζικών περιστατικών.
Η τεχνολογία συχνά θεωρείται, εκθειάζεται, και προβάλλεται εμφατικά στις διεθνείς εκθέσεις αμυντικών εξοπλιστικών ως ένας πολλαπλασιαστής της στρατιωτικής ισχύος, ικανός ν’ αναπληρώσει την αριθμητική ισχνότητα ή τις πιθανές ανεπάρκειες σε άλλους τομείς.
Απ’ αυτήν την άποψη, η τεχνολογία αιχμής τείνει να περιγράφεται ως η «ασημένια σφαίρα» των ημερών μας, εκείνο το ένα αποφασιστικής αξίας εργαλείο που μπορεί να εξουδετερώσει τον τεχνολογικά κατώτερο αντίπαλο.
Όμως, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει δείξει πως αυτή η οικεία σε πολλούς πεποίθηση ισχύει και δεν ισχύει ταυτόχρονα, πως όλα είναι θέμα βαθμού και περιστάσεων: εκεί διεξάγεται ένας πόλεμος μικτών ιστορικών χρόνων, όπου οπλισμός και τακτικές του 1947 κι έπειτα αξιοποιούνται από έκαστη πλευρά παράλληλα με εξοπλισμό του 21ου αιώνα, και σίγουρα ζούμε την εποχή των drones διαφόρων μεγεθών και χρήσεων.
Κοντά σ’ αυτά, η δαπάνη που καταβάλλεται από εθνικές κυβερνήσεις για την υπερτεχνολογική αναβάθμιση των εθνικών στρατών είθισται να δεσμεύει τεράστια ποσά που η αποπληρωμή τους σε βάθος χρόνου στερεί αντίστοιχους οικονομικούς πόρους από πολύ συμβατικότερες δυνατότητες άμυνας και επίθεσης, οι οποίες διόλου δεν έχουν εκλείψει, πάλι καθώς απέδειξε ο πόλεμος στην Ουκρανία, όμως η τεχνολογία αιχμής σε ιλουστρασιόν φυλλάδια παρέχει μοναδικές δυνατότητες δημαγωγικής αξιοποίησης ενώπιον ενός αδαούς κοινού που η επαφή του με την τεχνολογία εξαντλείται στα κινητά τηλέφωνα και στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις του από τηλεοπτικές σειρές και ταινίες.
Μετά την εισβολή της Χαμάς, Ισραηλινοί σχολιαστές, κυρίως ορισμένοι που κατείχαν κάποτε θέσεις στη στρατιωτική διοίκηση, επεσήμαναν και μια τρίτη διάσταση στη στρατιωτική ανταπόκριση του Ισραήλ: μοιράστηκαν τον προβληματισμό τους για μια συνολική μετακίνηση του ισραηλινού στρατηγικού δόγματος απ’ το 2000 κι έπειτα.
Σύμφωνα με τον προβληματισμό τους, η εξάρτηση από την αμυντική τεχνολογία και την οικοδόμηση αμυντικών υποδομών [«έξυπνος φράχτης», «Σιδερένιος Θόλος»] για την διαχείριση της απειλής, που είναι το θέμα του κειμένου μου σήμερα, μετατόπισε το πνεύμα της στρατιωτικής διοίκησης από το φρόνημα ενός επιθετικού πολέμου ταχείας επέμβασης και τολμηρής δράσης, δηλαδή από την ενεργό επιδίωξη να έχει κανείς την πρωτοβουλία των κινήσεων, στην διαχείριση ενός δικτύου από αμυντικές υποδομές εφόσον πρώτα έχει εκδηλωθεί η επίθεση από ξένη δύναμη, κι έτσι έχει παραδοθεί η πρωτοβουλία στον επιτιθέμενο εκ των πραγμάτων, κάτι που οι σπουδές πολέμου αποθαρρύνουν. Προτρέπω εδώ να παρακολουθήσετε στο επόμενο χρονικό διάστημα τη συζήτηση που θ’ αναπτυχθεί διεθνώς σε κάθε χώρο, σε στρατεύματα, σε πανεπιστήμια, σε δεξαμενές σκέψης, στην ειδικευμένη αρθρογραφία, σχετικά με αυτό το ερώτημα έπειτα απ’ την εμπειρία της ισραηλινής αποτυχίας ανταπόκρισης στην εισβολή της Χαμάς.
Μήπως το Ισραήλ στο πέρασμα των δύο ή τριών μεταψυχροπολεμικών δεκαετιών επέτρεψε ευρύτερες και συχνότερες ευκαιρίες στους αντιπάλους του να του επιτεθούν αυτοπαγιδευόμενο σ’ ένα κατεξοχήν αμυντικό στρατηγικό δόγμα της διαχείρισης πανάκριβων υποδομών, μιας νέας «Γραμμής Μαζινό» του καιρού μας, νοοτροπία που διαπότισε στράτευμα και λαό μαζί, χαροποιούσε δε τις πολιτικές ηγεσίας, διότι τους έλυνε τα χέρια το να παρέχουν μονάχα εκείνο που ο ατελώς ενημερωμένος λαός θεωρούσε επαρκές, και να μην μεριμνούν προ-ενεργητικά για κάτι τόσο απρόβλεπτο όσο η ασύμμετρη απειλή;
Ας ανακεφαλαιώσω στο σημείο αυτό: μπορεί να γίναμε μάρτυρες μιας αποτυχίας των υπηρεσιών πληροφοριών να διακρίνουν ανάμεσα στις αληθινές διαστάσεις της απειλής απ’ τη μια μεριά, πότε και από πού θα ερχόταν, με ποιά μέσα, και απ’ την άλλη μεριά σε άλλες απειλές που έδιναν παραπλανητικές ενδείξεις ή ακόμα δεν είχαν ωριμάσει, ή και ποτέ δεν προβλεπόταν να ωριμάσουν, αλλά λειτούργησαν ως θόρυβος που κάλυπτε την χαμηλότερου αποτυπώματος προετοιμασία της πραγματικής απειλής.
Οι ένοπλες δυνάμεις ίσως να έχουν μετατοπιστεί στη νοοτροπία τους από την πρωτοκαθεδρία του προσωπικού και των συμβατικών επιθετικών δυνατοτήτων ταχείας και άμεσης ανταπόκρισης, επέμβασης, ενίσχυσης, κι εφεδρείας προς την κατεύθυνση της αμυντικής εξοικείωσης με την τεχνολογία αιχμής και της εξάρτησης απ’ αυτήν, ως το πιο επίκαιρο σήμερα εργαλείο παροχής ενός μοναδικού πλεονεκτήματος έναντι των τεχνολογικά κατώτερων αντιπάλων τους, κάτι που υπαινίσσεται πως υποτιμούν τους δοκιμασμένους τρόπους διεξαγωγής του πολέμου από μέρους εκείνων, επειδή είχαν συνηθίσει σ’ αυτούς τους τρόπους και τα όριά τους, και πλανήθηκαν πως ό,τι ήταν επαρκές το κατείχαν ήδη.
Τέλος, η πολιτική ηγεσία που προΐσταται του κράτους και των υπηρεσιών του ίσως να παρερμήνευσε τις επιχειρησιακές προθέσεις της Χαμάς κατά την τελευταία διετία, κάτι που θα μπορούσε ν’ αποδοθεί στην κυβερνητική αστάθεια της χώρας τόσο κατά τους μακρούς και παραλυτικούς μήνες της εύθραυστης και αναποφασιστικής κυβέρνησης Ναφτάλι Μπένετ – Γιαήρ Λαπίντ, όταν από τον φόβο της διάλυσης του κυβερνητικού συνασπισμού κάθε υπουργός ασχολείτο αυστηρώς τυπικά με τις καθημερινές μέριμνες του χαρτοφυλακίου του, δίχως καμία άβολη σκέψη για τη μακρά πνοή, τα δε σύνθετα προβλήματα ασφάλειας του καιρού μας, που απαιτούσαν τολμηρή διυπουργικότητα και δραστήρια διυπηρεσιακότητα, αφέθηκαν στον αυτόματο πιλότο, όσο καί επί των δέκα πολύπαθων μηνών της εξίσου εύθραυστης κι αναποδοτικής κυβέρνησης Νετανιάχου και των ακρο-εθνο-θρησκευτικο-δεξιών εταίρων του, που δίχασαν τον λαό κατεβάζοντάς τον σε καθημερινές διαδηλώσεις και ανυπακοή, απομάκρυναν ψυχικά τις ένοπλες δυνάμεις και τους εφέδρους από την πολιτική ηγεσία, αποξένωσαν τη Δικαιοσύνη, τη δημόσια υπαλληλία, και τις υπηρεσίες από τους πολιτικούς τους προϊσταμένους, και πυροδότησαν ένα κλίμα μεταξύ αρχόντων και αρχομένων τέτοιο που δεν θα επέτρεπε στον Νετανιάχου ν’ αντιδράσει προληπτικά και με πυγμή σε προειδοποιήσεις σαν εκείνη που δέχθηκε από τον Αιγύπτιο πρόεδρο Σίσι, πως κάτι μεγάλο ετοιμαζόταν από τη Χαμάς, δίχως να τον εγκαλέσουν εσωτερικά και διεθνώς πως επικαλείται πλαστές απειλές για ν’ αρπάξει έκτακτες εξουσίες [power grab], και να επιβάλει στρατιωτικό νόμο, ώστε να καταπνίξει τη λαϊκή σε βάρος του αντίδραση και να προλάβει την ανατροπή του.
Συνδυασμένες αυτές οι τρεις αποτυχίες—ειδικά η τρίτη, που είναι ο εθνικός διχασμός ο οποίος έδωσε την ευκαιρία στη Χαμάς να επιτεθεί σε μια εξουθενωμένη κι αποκινητροποιημένη κοινωνία—υπονόμευσαν την ασφάλεια του Ισραήλ.
Πρακτικά πώς συνέβη αυτό το ειδάλλως θεωρητικό;
Συνέβη διότι ενώ τα περισσότερα απ’ όσα άγγιξα σήμερα υπό κανονικές συνθήκες πολιτειακής ομαλότητας θα όφειλαν να λειτουργούν αθόρυβα και αόρατα για τους πολλούς στο διοικητικό background μιας αρμονικά εργαζόμενης κρατικής μηχανής, ειδικά ό,τι αφορά τον βαθύ μηχανισμό πληροφοριών, μολαταύτα τα δεδομένα και τα αναλυτικά πορίσματα θα είχαν κεκλεισμένων των θυρών παρουσιαστεί στην πολιτική, στρατιωτική, και διυπηρεσιακή ηγεσία, που ομαλά συνεργαζόμενη στο εσωτερικό της υπό ιδανικές συνθήκες θα μπορούσε να επεξεργαστεί το υλικό για να καταλήξει στις απαραίτητες, επωφελείς, και αποδοτικές αποφάσεις, εντοπίζοντας τομείς ανεπάρκειας, ελλειμμάτων, αδυναμιών, εάν υπήρχε το περιθώριο να τεθούν τα σωστά ερωτήματα και ν’ αμφισβητηθούν οι πάγιες βεβαιότητες που, επειδή αφορούν ακανθώδη ζητήματα, προτιμά κανείς ν’ αφήσει ως έχουν, ιδιαίτερα όταν η πολιτική αστάθεια, ο διχασμός, και η απόσταση ανάμεσα στην πολιτική και τη στρατιωτική ηγεσία δεν επιτρέπουν να τις αγγίξουμε.
Η αμφισβήτηση των εδραιωμένων θέσφατων, των πάγιων αξιωμάτων, των κάθε λογής ακλόνητων βεβαιοτήτων δεν είναι εύκολη υπόθεση. Για φανταστείτε λίγο πώς θ’ ακουγόταν εάν εσείς κηρύσσατε κάποια πανεθνική στρατιωτική κινητοποίηση ή αυξημένη ετοιμότητα, εν μέσω καθημερινών διαδηλώσεων, ντύνοντας στο χακί τους ίδιους άνδρες και γυναίκες που διαδηλώνουν για να σας ανατρέψουν, και το κάνατε επικαλούμενοι μονάχα πως κάπου σε μια έκθεση ή σε πέντε εκθέσεις μυστικών υπηρεσιών διαβάσατε κάτι για αιωρόπτερα, μπουλντόζες, μηχανές, και drones.
Πρέπει ν’ αναρωτηθούμε πόσο θόρυβο μπορούν να ξεσηκώσουν οι φωνές που με τόσο αόριστα τεκμήρια προειδοποιούν μέσα στον γενικό διχαστικό χαμό του τελευταίου δεκαμήνου ότι κάτι μεγάλο ετοιμάζεται, απειλητικό για την ασφάλεια της χώρας.
Και πόσο βάρος έχουν οι φωνές που προειδοποιούν κόντρα στα συστήματα και τις νοοτροπίες που εξελίχθηκαν κι επικράτησαν την τελευταία εικοσαετία είτε έξω από τα μικτά κυβερνητικά όργανα, όπως το κυβερνητικό συμβούλιο εθνικής ασφάλειας, είτε μέσα σ’ αυτά, όργανα όπου επιχωριάζει η αιώνια ασθένεια που λέγεται «σύσκεψη», μέσ’ απ’ την οποία επιχειρείται να διαχυθεί έως εξάχνωσης η ευθύνη του κάθε μέλους ξεχωριστά, και όσο λιγότερα λες, τόσο λιγότερα μπορούν να σου αποδοθούν, εάν η πολιτική που αποφασίστηκε αποτύχει στην εφαρμογή της.
Όπως και νά ’χει, η εξέλιξη των γεγονότων της 7ης Οκτωβρίου φανέρωσε πως ήταν ανεπαρκής η γνώση που το Ισραήλ νόμιζε πως είχε συλλέξει κι επεξεργαστεί για τις δυνατότητες, τις προθέσεις, και τις ευκαιρίες που η Χαμάς διέθετε στα χέρια της σε βάρος του. Συνάμα, πως ήταν πλανεμένη η πεποίθηση της ηγεσίας και του λαού πως οι μηχανισμοί του Κράτους επαρκούσαν να διαχειριστούν κάθε τύπο απειλής, μιας και είχαν επαρκέσει κατά το παρελθόν, γιατί απέφευγαν ν’ αναθεωρήσουν τους ορισμούς της απειλής, από πού και πώς θα τους ερχόταν, και τί θα συνιστούσε επαρκή προετοιμασία για την αποτροπή της, καθώς αρνούνταν να προσαρμοστούν στο ότι ο κόσμος προχωρά, οι συνθήκες μεταβάλλονται, και μαζί τους η φύση και η οξύτητα της απειλής.
Το πρωτοφανές γεγονός στην Ιστορία του Ισραήλ, όπως το χαρακτήρισε στην ομιλία του ο Νετανιάχου, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση θεμιτή δικαιολογία για την ανεπάρκεια ανταπόκρισης σε μια πρόκληση: δεν εκλέγονται οι ηγέτες μονάχα για τα δευτεροφανή. Φανερώνει, όμως, αυτή η αυθόρμητη παραδοχή του πως την πρωτοβουλία των κινήσεων την είχε η Χαμάς, και πως το Ισραήλ επί των ημερών του είχε παραδοθεί αυτάρεσκα σε μια αμυντική αυτοπαγίδευση πίσω από φράχτες, δηλαδή πολιορκούμενο, παρά την αυταπάτη του πως είναι αμάχητος παράγοντας ασφάλειας.
Όλες αυτές οι εσφαλμένες πεποιθήσεις για την ασφάλεια και την απειλή, με τις οποίες ο λαός, η ηγεσία, και το στράτευμα του Ισραήλ είχαν γαλουχηθεί και δεν κοντοστέκονταν πια ν’ αμφιβάλουν εάν ισχύουν ή όχι στους σημερινούς καιρούς, συνέθεταν ένα αφήγημα αυτοσυγχαιρόμενης επιτυχίας, ένα συναίσθημα υπεροχής κι επάρκειας διάχυτο στην κοινότητα, μια διαισθητική προβολή ασφάλειας και μια νοερή αναπαράσταση που διεκδικούσε ισότιμο κύρος με την ίδια την πραγματικότητα.
Η τραγωδία είναι πως η αντίληψη για την ασφάλεια και η πραγματικότητα για την ασφάλεια τελούσαν σε δυσαρμονία μεταξύ τους, κάτι που οι μεν αρχόμενοι αγνοούσαν, εμπιστευόμενοι την ευθύνη για την επίγνωση και τη διαχείριση της πραγματικότητας στην ηγεσία τους, πολιτική και στρατιωτική, οι δε άρχοντες αδυνατούσαν να εξετάσουν και να το χειριστούν επαρκώς στο πλαίσιο των καθηκόντων τους ως φυλάκων, και quis custodiet ipsos custodes;
Απάντηση: μετά την τραγωδία, ο λαός πάντοτε επιβάλλει τη λογοδοσία στους φύλακες που έδειξαν αμέλεια κατά την τέλεση των καθηκόντων τους, μάθημα που οφείλει και το διεθνές ακροατήριο να μην λησμονήσει, αξιώνοντας από τις ηγεσίες να εργάζονται εμπράκτως κι όχι με τα λόγια μόνο, όπως ο Νετανιάχου, 24/7 υπέρ της ασφάλειας, που είναι η πρώτη προτεραιότητα ενός κράτους, για τα τέσσερα χρόνια που εκλέγονται ν’ ασκήσουν τα κυβερνητικά τους χρέη, και μετά ας πάνε διακοπές όπου ποθεί η καρδιά τους. Μέχρι τότε, στον αυτόματο πιλότο δεν κυβερνάται καμία χώρα, όπως διαπίστωσε το εθνικά διχασμένο Ισραήλ.
* Ο Στέλιος Ιατρού είναι Δρ Ιστορίας και γεωπολιτικός αναλυτής