Το 490 π.Χ. οι Αθηναίοι έδωσαν υπέρτατη νικηφόρα μάχη εναντίον των Περσών στον Μαραθώνα. Ο Αθηναίος Κυναίγειρος, πολέμησε με άφθαστο ηρωισμό. Η μάχη συνεχίστηκε με τους Αθηναίους να κυνηγούν τους Πέρσες ως τα πλοία τους. Ο Κυναίγειρος, θέλοντας να εμποδίσει ένα περσικό πλοίο να αποπλεύσει, αγκάλιασε την πρύμνη με το μπράτσο του. Ο ιστορικός Ηρόδοτος αναφέρει ότι ένας Πέρσης του απέκοψε το χέρι με τσεκούρι, με αποτέλεσμα τον θάνατό του.
Τον 2ο αιώνα μ. Χ. ο ρήτορας Πολέμωνας, αναφέρει το ίδιο γεγονός, προσθέτοντας ότι ο Κυναίγειρος δεν πέθανε αμέσως, αλλά λίγες ώρες αργότερα, λόγω της αιμορραγίας του τραύματός του. Η ιστορία πρόσθεσε ακόμη ότι ο Κυναίγειρος, μετά
το κόψιμο του ενός χεριού του, άρπαξε το πλοίο με το άλλο. Όταν κι αυτό αποκόπηκε, τότε το άρπαξε με τα δόντια του ώσπου τον αποκεφάλισε ο Πέρσης. Η μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο είχε ως αφετηρία το απόγευμα της 20ης Μαΐου 1941.
Στην περιοχή Λατζιμάς οι μάχες κράτησαν από 20 ως 29 Μαΐου 1941. Πήραν μέρος δεκάδες ελεύθεροι σκοπευτές από διάφορα χωριά του Μυλοποτάμου, άντρες της Χωροφυλακής και μικρός αριθμός στρατιωτών με ικανούς αξιωματικούς. Ο Γιάννης Σιγανός από το χωριό Φαράτσι, βρέθηκε πιστός στο κάλεσμα της πατρίδας. Ήταν στον Λατζιμά από την πρώτη ως την τρίτη ημέρα της μάχης. Στις 22 Μαΐου 1941, χτυπήθηκε από γερμανική σφαίρα στο δεξί χέρι. Αμέσως άρπαξε το όπλο του με το αριστερό. Δεύτερη σφαίρα χτυπά τον Γιάννη Σιγανό και στο αριστερό χέρι. Το όπλο
του πέφτει καταγής. Πέφτει κάτω και αρπάζει το όπλο από το λουρί με τα δόντια του. Δεν ήθελε να το εγκαταλείψει. Οι σύντροφοί του τον μεταφέρουν στο χωριό Μελιδόνι. Εκεί του κόβει ο γιατρός τα χέρια και ο Γιάννης Σιγανός πεθαίνει από τα τραύματά του στις 3 Ιουνίου 1941.
Ο εγγονός του Κωνσταντίνος Σιγανός, ζει σήμερα στο χωριό Φαράτσι και αναφέρει για τον παππού του :
«…ο παππούς μου στο Λατζιμά, γράφει η ιστορία όταν σκοτώθηκε από τους Γερμανούς, τον είχανε λαβώσει στα δύο χέρια, είπε στο Μελιδόνι στο Σχολείο, γιατρέ, άφησέ μου δύο κομμάτια να κρεμάω τη βούργια μου. Αυτοί οι άντρες δε βγαίνουνε πλέον…».
Στις 21 Μαΐου 1941, δεύτερη ημέρα της πτώσης των αλεξιπτωτιστών στην Κρήτη, στο χωριό Πλακάλωνα Κισσάμου, Κρήτες ελεύθεροι σκοπευτές έδωσαν μάχη με τους Γερμανούς. Στη μάχη σκοτώθηκαν τρία παλικάρια. Ο Γιάννης Τζουτζουράκης από το χωριό Κωσταδιανά, ο Δημήτρης Πατεράκης από το χωριό Νοπήγεια και ο Δημήτρης Βαβουλές από το χωριό Στροβλές. Ο Γιάννης Τζουτζουράκης ήταν μοναχοπαίδι. Ο
ίδιος είχε παντρευτεί και απέκτησε εφτά παιδιά. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, η μητέρα του Γιάννη δεν ήθελε ο γιος της να πάρει μέρος και να σκοτωθεί. Αν πας σκοτωθείς, του έλεγε, θα πέσω σε ένα πηγάδι και θα πνιγώ. Ο Γιάννης λόγω της πολυτεκνίας του δεν επιστρατεύτηκε. Στη Μάχη της Κρήτης όμως, πήρε αμέσως τα όπλα να πολεμήσει τους εχθρούς της πατρίδας του. Και έπεσε νεκρός. Η μητέρα του Θεανώ, μόλις έμαθε το χαμό του παιδιού της, κατευθύνθηκε σε ένα πηγάδι στην αγροτική περιοχή των Κωσταδιανών. Δεν άντεξε τον θάνατο του γιου της και έπεσε στο πηγάδι και πνίγηκε.
Ένα από τα οχτώ παιδιά του Γιάννη και της Μαρίας Τζουτζουράκη, που έμειναν ορφανά μετά τον θάνατο του πατέρα τους στις 21 Μαΐου 1941 στη μάχη των Πλακαλώνων, είναι ο Γιώργης. Ο Γιώργης Ιωάννου Τζουτζουράκης ζει σήμερα στην Αθήνα, είναι 84 χρονών και αφηγείται :
«…γεννήθηκα ο 1938. Ο πατέρας μου ήταν ο Γιάννης Τζουτζουράκης και η μητέρα μου η Μαρία (Γιανιουδάκη). Το σπίτι μας ήταν στο χωριό Κωσταδιανά. Τον παππού μου τον έλεγαν Ευστράτιο, (Στρατή τον φωνάζανε) και τη γιαγιά μου Θεανώ. Ο παππούς με τη γιαγιά κάνανε μόνο ένα παιδί, τον πατέρα μου τον Γιάννη. Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1899 και ήταν μοναχοπαίδι. Εγώ ήμουνα τριών χρονών, όταν οι Γερμανοί σκότωσαν τον πατέρα μου. Όλα όσα έμαθα μετά για τον πατέρα και τον θάνατό του, μου τα
διηγήθηκε η μητέρα μου η Μαρία. Όταν επέφτανε οι Γερμανοί με τα αλεξίπτωτα, πολλοί χωριανοί και άλλοι από τα γύρω χωριά επήρανε ότι όπλο είχε ο καθένας και πήγανε να τους πολεμήσουνε. Πήγε και ο πατέρας μου με ένα νεαρό από τα Πλακάλωνα, το Γιώργη το Μπερτάκη. Κι εδώσανε μάχη στα Πλακάλωνα και σκοτώθηκε ο πατέρας μου. Τότε ήτανε σαράντα ένα χρονών.
Η μάνα μου η Μαρία μου έλεγε ότι η γιαγιά μου η Θεανώ, όταν οι Ιταλοί μας εκήρυξαν τον πόλεμο, έλεγε του πατέρα μου που τον είχε μοναχοπαίδι να μη πάει στον πόλεμο γιατί αν σκοτωθεί θα πέσει σε ένα πηγάδι να πνιγεί.
-Δεν έχω άλλο παιδί μόνο εσένα, αν πας στον πόλεμο και σκοτωθείς, θα πέσω σ’ένα πηγάδι να πνιγώ, του έλεγε.
Ο πατέρας μου δεν πήγε στον πόλεμο γιατί ήταν γονιός πολύτεκνης οικογένειας. Εννιά αδέλφια είμαστε. Δυο πεθάνανε νωρίς, ο Βασίλης και η Κατερίνα. Οι υπόλοιποι εφτά με τη σειρά είμαστε η Αντωνία, η Αργυρώ, η Γεωργία, ο Μιχάλης, η Καλλιόπη, εγώ ο Γιώργης και η Ασπασία.
Όταν επέφτανε οι Γερμανοί, το χωριό μας εβομβαρδίστηκε και οι χωριανοί κι εμείς τα κοπέλια είχαμε μπει σε μια σπηλιά έξω από το χωριό. Εκεί εφέρανε την είδηση της μάνας μου ότι εσκοτώθηκε ο πατέρας μου. Στη σπηλιά ήταν και η γιαγιά μου η Θεανώ. Η μάνα μου επήγε με άλλες χωριανές να φέρουνε τον πατέρα μου για να τόνε θάψουνε. Τότε εχάθηκε η γιαγιά μου. Έφυγε από τη σπηλιά και δεν την είδε κανείς. Η κηδεία του
πατέρα μου έγινε αμέσως. Μετά τη κηδεία εγυρέψανε τη γιαγιά μου. Η μάνα μου που την είχε ακούσει πολλές φορές να λέει ότι αν σκοτωθεί ο γιος της θα πάει να πέσει σε ένα πηγάδι, είπε στους χωριανούς να ψάξουνε τα πηγάδια. Και εκεί τη βρήκανε. Μέσα σ’ ένα πηγάδι πνιγμένη. Τη θάψανε κι αυτή την ίδια μέρα με το γιο της. Τη γιαγιά μου τη Θεανώ…».
More Άρθρα for Show: Κρήτη – Κατοχή – Αντίσταση