Η Τασία Ανδριανάκη του Γεωργίου και της Κλεάνθης γεννήθηκε το Σεπτέμβρη
του 1913 στην Κασταμονίτσα Ηρακλείου. Ανήκε σε πολυμελή οικογένεια (7
παιδιά). Ίσως είχε συμπληρώσει την πρώτη δεκαετία της ζωής της όταν οι
γονείς της την έδωσαν για οικιακή βοηθό σε μια ονομαστή οικογένεια του
Ηρακλείου, του γιατρού Ανδρέα Μωράκη.
Η εργατικότητά της, ο χαρακτήρας και το ήθος της ήταν τα στοιχεία που την
κατέστησαν αναπόσπαστο μέλος της οικογένειας Μωράκη επ’αόριστον.
Από την άλλη, φυσικό ήταν να γνωρίσει εκλεκτά μέλη της κοινωνίας του
Ηρακλείου , ως επί το πλείστον συναδέλφους του γιατρού (Σταυριανίδης
Βαγγέλης , Χελιδόνης κλπ.) και να κερδίσει την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση
των ίδιων.
Μεσούσης της Γερμανικής κατοχής, οργανώθηκε στην αντίσταση και
συγκεκριμένα σαν πληροφοριοδότης του Αγγλικού στρατηγείου Ηρακλείου. Ο
αείμνηστος γιατρός Βαγγέλης Σταυριανίδης είχε στήσει το στρατηγείο τους σε
ένα σπίτι στην οδό Καγιαμπή στο κέντρο του Ηρακλείου κατ’αρχήν, γιατί
αργότερα μεταφέρθηκε λόγω προδοσίας.
Πάτρικ Λη Φέρμορ , Στάνλεϋ Μος, Κίμων Ζωγραφάκης, Κόπακας, Ακουμιανάκης
Μιχάλης , Αθανασάκης Ηλίας, ήταν μερικά από τα πρόσωπα που μπαινόβγαιναν
στο στρατηγείο. Η Τασία είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη και των Άγγλων γιατί
εκτός από τα διαπιστευτήρια του Σταυριανίδη, διέγνωσαν τον άκρατο
πατριωτισμό της και την φοβερή εχεμύθειά της. Διερμηνέας στο Γερμανικό
κέντρο πληροφοριών ήταν ο Γιώργος Καστρινογιάννης. Επειδή πάντα και
παντού δυστυχώς υπάρχουν Εφιάλτες, όποτε ο Καστρινογιάννης είχε εντολή να
προσαχθεί στο γραφείο τους ένας πατριώτης, αυτός ειδοποιούσε την Τασία για
να του πει να κρυφτεί ή να φύγει. Με τον τρόπο αυτό η Τασία γλίτωσε
κάμποσους από τουφεκισμό.
Έπειτα από πληροφορίες που απέσπασε από ένα Ιταλό στρατιώτη, συνέβαλε
στη βύθιση Γερμανικών πολεμικών πλοίων έξω από το λιμάνι του Ηρακλείου.
Συνέβαλε επίσης εν μέρει στην παράτολμη και παρανοϊκή για εκείνη την
εποχή απαγωγή του Γερμανού Στρατηγού Κράιπε.
Γι’αυτήν την επιχείρηση γνώριζαν, εκτός από τον εμπνευστή της τον
ταγματάρχη Λη Φέρμορ , πολύ λίγα άτομα (Μος, Κίμων Ζωγραφάκης,
Σταυριανίδης, Ηλίας Αθανασάκης, Μιχάλης Ακουμιανάκης) και μια γυναίκα, η
Τασία Ανδριανάκη. Άλλωστε αυτή έραψε πάνω στις στολές που θα φόραγαν οι
απαγωγείς τα γερμανικά διακριτικά.
Μετά την απελευθέρωση , το Ελληνικό κράτος της χορήγησε κάτι
χαρτονομίσματα – ως αμοιβή – τα οποία δεν χρησιμοποίησε ποτέ και τα οποία
υπάρχουν ακόμη. Το Αγγλικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής εγγράφως,
(στρατηγός Αλεξάντερ), αναγνώρισε τις υπηρεσίες της στον αγώνα κατά των
γερμανών.
Το 1950-51 , έφυγε για τις ΗΠΑ , όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια στην
τέχνη που είχε μάθει όταν ήταν στου γιατρού Μωράκη, την τέχνη της
μοδίστρας. Τα πρώτα χρόνια στην Ουάσιγκτον και κατόπιν τα υπόλοιπα στο
Λος Άντζελες. Έμεινε στην Αμερική περίπου 45 χρόνια. Πήρε την αμερικανική
υπηκοότητα, η Αμερική γι’αυτήν ήταν η δεύτερη πατρίδα της. Παρ’όλα αυτά η
ζωή της δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Στις ΗΠΑ εργάστηκε σκληρά και
αρκετά και αντιμετώπισε πολλούς κινδύνους. Πάντα τα έβγαζε πέρα χάρη στην πίστη της στον Θεό και στην δύναμη του χαρακτήρα της. Βοηθούσε ανελλιπώς
φιλανθρωπικές οργανώσεις και μεμονωμένα άτομα , όσο μπορούσε, γιατί ήταν
μια απλή εργαζόμενη.
Δεν ευτύχησε να κάνει δική της οικογένεια. Συνταξιοδοτήθηκε και επέστρεψε
στην Κρήτη στα μέσα της δεκαετίας του ΄90.
Έζησε τα τελευταία 3-4 χρόνια στα Χανιά. Εκεί πέθανε στις 11 Μαρτίου του 2002.
Τάφηκε στην Κασταμονίτσα.
Η Μαρία Σηφάκη – Μακράκη, νύφη της Σηφογιάννενας διηγείται : «…επαντρεύτηκα
τον Κωστή, το γιο του Σηφογιάννη. Η πεθερά μου Δέσποινα Σηφάκη ήταν από τους
Αντριανήδες. Όλη τη κατοχή τήνε πέρασε στο Καλόγερο, στη μάντρα. Εκειά’χε τα οζά ο
Σηφογιάννης. Δίπλα στον άντρα τση το Σηφογιάννη ήτανε πάντοτε. Αυτή εμαγέρευγε
στσι Εγγλέζους, στσι αντάρτες, σ’όλους που ανεβαίνανε στη μάντρα.. Εκατέβαινε και
στη Κασταμονίτσα και τος ήκανε το πλυσταριό, ρούχα μαντήλια, ποκάμισα, χλαίνες,
όλα τα’πλυνε. Εζύμωνε και δεν τος έλειπε ποτέ το ψωμί. Έκανε και τυροκομιό. Όλους
τσι γνώριζε. Και μια φορά ήρθε στη μάντρα, η πεθερά μου το’λεγε πολλές φορές μετά τη
κατοχή, ένας αεροπόρος. Το αεροπλάνο το’χανε ρίξει οι γερμανοί και τόνε φέρανε στη
μάντρα. Ήντα να σου πω για τον αεροπόρο, μου’λεγε. Αυτοί οι ξένοι είναι πολύ
ευγενικοί. Μου μίλιε με σέβας, έλεγε η πεθερά μου. Και εσυνέχισε.
Τον είχαμε στη μάντρα. Πολύ καιρό. Τα βράδια τον ήβλεπα πολλές φορές στενοχωρημένο να κάθεται
στο πεζούλι. Να ξανοίγει τον ουρανό. Τραγούδιε κι ένα παράξενο τραγούδι. Μια μέρα
του λέω γιάντα είναι στενοχωρημένος. Επλησίασε ο Κίμωνας από το Καστέλλι, ο γιος
του Ξηρούχη και τα λόγια τα δικά μου τα’πε στη δική του γλώσσα. Και μου λέει ο
αεροπόρος ότι έχει μικρά παιδιά και πότε πότε τα βάνει στο νου του και στενοχωράται.
Μια βραδιά τος ήκανα μυζηθρόπιτες. Επλησίασε κι αυτός και άρχιξε να τρώει.
Φαίνεται ότι τ’αρέσανε. Στη πατρίδα του δεν τσι κάνουνε είπε. Και ερχίξανε τη ρακή. Ο
άντρας μου πάντα είχε ρακή στη μάντρα. Οι Εγγλέζοι επίνανε πολύ ρακή.Και εβγήκανε στο κέφι. Ήτανε ο Εγγλέζος, ο Κίμωνας , τα παιδιά μου, ένας άλλος Εγγλέζος του ασυρμάτου ελέγανε, από το Θραψανό ο Χναράς, ο Ρουσογιάννης, ένα αντάρτης του
Μπαντουβά ο Ζαμπέτης κι άλλοι που δε τσι θυμούμαι.
Εγώ να σάζω και να ψήνω μυζηθρόπιτες. Και εβγήκανε στο κέφι. Και εμπλέξανε τα τραγούδια, πότε δικά μας πότε ξένα. Και μου φωνιάζει ο Κίμωνας, κερά Δέσποινα, κερά Δέσποινα, έλα που σε θέλει ο
αεροπόρος. Τον είχανε να τόνε στείλουνε με το καράβι στη Μέση Ανατολή. Πάω και
κάθομαι κι εγώ. Και ήρχιξε να μου μιλεί και όντεν εσταμάθιε μου τα’λεγε ο Κίμωνας τα
λόγια του. Και λέει ο αεροπόρος ότι σε λίγες μέρες θα μισέψει. Και άμα ξανάρθει στη
Κρήτη με το αεροπλάνο, με ρώτηξε ήντα θέλω να μου κρατεί. Ήντα να του πω. Απ’όλα
είχαμε, δόξα το Θεό. Και εσκέφτηκα και του λέω ότι άμα μπορεί να μου πέψει καφέ και
ζάχαρη. Γιατί του άντρα μου του’κανα καφέ με αλεσμένα ροβύθια. Καφέ και ζάχαρη
του’πα. Κι ήδωσε ο θεός κι ήφυγε ο αεροπόρος. Επέρασε κανένας μήνας και μια μέρα
εκούσαμε και είδαμε ένα αεροπλάνο απάνω από τα όρη.
Αυτά τα βλέπαμε πάντα. Ήρχουντανε και εβομβαρδίζανε το αεροδρόμιο στο Καστέλλι. Και το βλέπουνε στη μάντρα κι έκανε κύκλους. Και σε καμιά ώρα μου φέρνουνε ένα κουτί. Σιδερένιο.
Το’χομε ακόμη το κουτί. Με μια σφραγίδα απ’όξω. Τση Αγγλίας είπανε ύστερα ότι
ήτανε η σφραγίδα. Και μου λέει ο Ρουσογιάννης ότι αυτό το κουτί είναι για σένα
Δέσποινα. Το’χανε ανοίξει. Κι έγραφε τ’όνομά μου σ’ένα χαρτί στα εγγλέζικα. Και είχε
το κουτί μέσα καφέ και ζάχαρη. Εκατάλαβα ότι τα’ριξε ο αεροπόρος. Και εσκέφτηκα.
Ήκανε αυτό που του ζήτηξα. Κι ήρθε ο άντρας μου ο Σηφογιάννης κι εγέλανε. Και
μου’πε, άντε δα να μας ε κάνεις κιανένα καφέ εγγλέζικο… Αυτή την ιστορία μου την
έλεγε πολλές φορές η πεθερά μου. Πολλοί ενομίζανε ότι είναι ψεύτικη, την έβγαλε από το νου τση. Και εσταμάτησε να τη λέει. Αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή. Θυμούμαι
στο σπίτι τση και το κουτί το σιδερένιο και το χαρτί με τ’όνομά τση…».
Γεώργιος Α. Καλογεράκης
More Άρθρα for Show: Κρήτη – Κατοχή – Αντίσταση